γνάθοιν

γνάθοιν
γνάθος
jaw
fem gen/dat dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σάκος — (I) ο σάκκος, ΝΜΑ, και αττ. τ. σάκος Α 1. είδος στενόμακρης θήκης από ύφασμα ή δέρμα ή από άλλο υλικό σήμερα, ανοιχτή στο επάνω μέρος, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη και μεταφορά διαφόρων χύμα πραγμάτων, σακί, τσουβάλι (α.… …   Dictionary of Greek

  • σμώχω — Α 1. τρίβω («καὶ σμώχετ ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.) 2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω τής ρίζας σμη τού ρ. σμῶ* «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα χω (πρβλ. σμή χω) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”